- καταρριπισμός
- καταρριπισμός, ὁ (Α) [καταρριπίζω]θεραπεία με το κατάλληλο φύσημα τού ανέμου.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καταρριπισμός — treatment by a blast of air masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)